παρεκβάντες

παρεκβάντες
παρεκβαίνω
step aside from
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρεκβαίνω — ΝΑ, κρητ. τ. παρεσβαίνω Α [εκβαίνω] 1. βγαίνω έξω από κάτι, απομακρύνομαι 2. συνεκδ. παρεκτρέπομαι, βγαίνω από τον δρόμο μου, παρεκκλίνω, αποκλίνω, λοξοδρομώ 3. (για ρήτορες ή συγγραφείς) βγαίνω από το κυρίως θέμα τής ομιλίας ή τού συγγράμματος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”